«Για να μάθεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, παρακολούθησε τον και δες πως συμπεριφέρεται στον άνθρωπο, που τον σερβίρει σε ένα εστιατόριο. Στον ζητιάνο, που θα του κτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του. Στην ουρά, καθώς θα περιμένει. Δες αν γνωρίζει τα ονόματα των υφισταμένων του και των ανθρώπων, που καθαρίζουν το σπίτι ή το γραφείο του. Δες αν δίνει προσοχή στα σημαντικά γεγονότα της ζωής των άλλων. Αν τα θυμάται. Αν κάνει κάτι γι’ αυτά. Αν προσέχει τον εαυτό του , τα ρούχα, το σπίτι, την καθαριότητα, την ομορφιά του χώρου του. Δες πως φροντίζει και δρά στους αγαπημένους του. Μα κυρίως δες αν οι πράξεις του συμφωνούν πάντα με τα λόγια του…Και πριν τα παρατηρήσεις στους άλλους και τα σχολιάσεις, φρόντισε πρώτα απ’ όλα να βλέπεις και να αξιολογείς εσύ την στάση σου στις ίδιες καταστάσεις. Και να βλέπεις αν οι πράξεις σου είναι αρμονικές με τα λόγια σου.»
Στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου, καθισμένη δίπλα στη γιαγιά μου παρακολουθούσαμε τον κόσμο, που περιδιάβαζε από κάτω. Και συζητάγαμε ποιός θα αφήσει φιλοδώρημα, ποιός θα κρατήσει την καρέκλα της κυρίας, ποιός θα αφήσει κάποιον άλλο να περάσει, ποιός θα εκνευριστεί με το παραμικρό. Η γιαγιά σχεδόν με αλάνθαστο…σκορ, προέβλεπε πως θα δρούσε ο κάθε άνθρωπος. Αλλά και στον οικογενειακό κύκλο. Σχεδόν πάντα γνώριζε, πως θα συμπεριφερθεί ο καθένας μας, σε κάθε στιγμή.
Την είχα ρωτήσει πολλές φορές, πως το κατάφερνε. Και η απάντηση της ήταν πάντα η ίδια: «Παρατήρησε τις μικρές και ασήμαντες πράξεις. Αυτές υπογραμμίζουν και δείχνουν. Αυτές έχουν την πιο δυνατή φωνή και λένε σχεδόν πάντα την αλήθεια. Αυτές τελικά δηλώνουν το ποιός είναι ο άλλος. »
Τα χρόνια πέρασαν. Τα καλοκαίρια με τη γιαγιά έχασαν τα ζωντανά χρώματα τους. Οι συζητήσεις μας απέκτησαν κενά.
Οι κουβέντες αυτές όμως έμειναν. Ανεξίτηλα γραμμένες στη ψυχή και το μυαλό μου. Χωρίς καν να τις θυμάμαι, έσκαψαν ένα μονοπάτι μέσα μου καί άρχισαν να δρουν. Με τα χρόνια και ιδιαίτερα μετά τις σπουδές μου έγιναν μέρος της καθημερινότητας μου. Αρχικά όχι για τους άλλους, αλλά για μένα την ίδια. Με καθόρισαν σαν άνθρωπο και έπλασαν ένα μεγάλο μέρος της στάσης μου στη ζωή, για το ποια θέλω να είμαι και πως θέλω να συμπεριφέρομαι.
Αργότερα άρχισα να παρατηρώ και να συνδυάζω την «μεγάλη εικόνα» με τις μικρούτσικες πινελιές και στους άλλους ανθρώπους. Και τις περισσότερες φορές, οι παράφωνες αυτές μικροσκοπικές πινελιές, είναι αυτές που αποκαλύπτουν, τα όμορφα και τα άσχημα. Τα καλά και τα δύσκολα. Τους δρόμους και τα αδιέξοδα. Το φανερό και το κρυφό.
Κάποιες φορές η γνώση αυτή είναι δύσκολη. Όταν αφορά τους ανθρώπους που αγαπώ και είναι κοντά μου. Κάποιες φορές με προστατεύει: όταν αφορά ανθρώπους, που δεν είναι δικοί μου. Κάποιες φορές είναι συγκλονιστική: όταν χρειάζεται εγώ να σταθώ απέναντι σε άλλους ανθρώπους, να αποφασίσω και να αξιολογήσω τη δική μου στάση.
Μα πάντα έχει αποδειχθεί αληθινή. Γιατί η αγάπη, η παρουσία, ο σεβασμός, η ειλικρίνια, η εκτίμηση, η εντιμότητα, η αναγνώριση, η αποδοχή, η ευχαρίστηση, η ευγένεια, η εμπιστοσύνη, η προσφορά, η σταθερότητα, η σιγουριά, η ηρεμία, η ασφάλεια δεν είναι απλά ήχοι και μεγαλόστομες κουβέντες ή αφηρημένες έννοιες σε ένα κείμενο.
Είναι πράξεις σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής. Ζωντανεύουν και αποκτούν μορφή και φωνή, υπογραμμίζουν και φανερώνουν, μέσα από ένα άγγιγμα, ένα φωτεινό χαμόγελο, μια ουσιαστική ματιά, ένα δώρο χωρίς λόγο, μία καίρια ερώτηση, μία πράξη που δεν εμπεριέχει το πρέπει, μία συντροφική σιωπή, μία καλή κουβέντα χωρίς ανάγκη επιστροφής. Μέσα από την ενέργεια για να φτιάξουμε μια κατασκευή ή ένα φαγητό, όπως το θέλει ο αγαπημένος μας, μέσα από την επιπλέον δουλειά για να κερδίσουμε χρήματα και να προσφέρουμε το μουσικό όργανο ή το ταξίδι, που επιθυμεί το παιδί μας, μέσα από την καλή κουβέντα, την αναγνώριση και το χρηματικό δώρο, που θα προσφέρουμε στον συνεργάτη μας, γιατί η δική του δουλειά έκανε τη διαφορά.
Μέσα από την απόφαση αν θα αφήσουμε τα αληθινά χρώματα και ήχους της ψυχής μας να ταξιδέψουν ελεύθερα στον κόσμο ή θα τα κρύψουμε κάτω από στρώματα φόβου, αγωνίας και εκλογίκευσης. Και τελικά μέσα από το σπάσιμο των δικών μας ορίων και των φόβων μας, (μήπως και αν φερθούμε ανθρώπινα, θα μας εκμεταλλευτούν, και θα πονέσουμε).
Γιατί τελικά η καθημερινότητα μας δεν αποτελείται από τεράστιες πράξεις. Αποτελείται από μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, που σαν τα κομμάτια του puzzle, όταν τα τοποθετήσεις μαζί, αποκαλύπτουν όλη την εικόνα. Όχι την εικόνα, που είναι πολιτικά ορθή. Αλλά αυτή που πραγματικά είμαστε και αυτή που πραγματικά ζούμε.
Αφιερωμένο στην γιαγιά μου την Μαρία: που ήταν πάντα εκεί. Για τις ατέλειωτες ώρες που έπαιζε φιδάκι και γκρινιάρη. Για το πρώτο μάθημα μανικιούρ. Για το πρώτο μου σετ καλλυντικών. Για τις ιστορίες που μοιράστηκε μαζί μου. Για τα απαλά χέρια της που με τις ώρες μου ξέμπλεκαν τις μόνιμα μπερδεμένες κοτσίδες μου ή με κρατούσαν, όταν αρρώσταινα. Για το ότι πάντα με άκουγε προσεκτικά. Για τις βόλτες μας, παρ’ όλο που κρατούσε μπαστούνι. Για τις ζωγραφιές μας. Τα παραμύθια. Τα τραγούδια. Τις αναμνήσεις. Για την τελευταία μας συνομωσία. Γιατί για ένα μοναχοπαίδι, ήταν ένας ολόκληρος χαρούμενος κόσμος, γεμάτος χρώματα, ήχους, μουσική, παιχνίδι, μετάβαση στην εφηβεία. Γιατί ήταν εκεί και με βοηθούσε να παραβιάζω τους κανόνες, που μου έβαζε η μαμά μου. (κάτι που έκανε αργότερα και η μαμά μου με την κόρη μου και ήταν και οι δύο τους εξ’ ίσου ευτυχισμένες).
Αφιερωμένο στη γιαγιά μου την Αντιγόνη: για την ιστορία ζωής της, που με ενέπνευσε να είμαι δυνατή, καθώς και για τις δύο αρχές που ακολουθούσε στη ζωή της: «κάνε αυτό που φοβάσαι, γιατί μόνον έτσι θα αντιμετωπίσεις τον φόβο σου». «και ακολούθα την καρδιά σου και κάνε αυτό που σου λέει, ακόμη και αν θα πληγωθείς. Αλλά μην προδώσεις ποτέ αυτό που πραγματικά είσαι και μην προδώσεις ποτέ άλλους ανθρώπους, κάνοντας τους να υποφέρουν, ακόμη και άθελα σου».
Aφιερωμένο σε όλες τις γιαγιάδες, που δεν φροντίζουν τυπικά το φαγητό και το σιδέρωμα, αλλά κάνουν κάθε στιγμή μοναδική.
Και τέλος αφιερωμένο σε όσες φίλες και παλιές μου συμμαθήτριες και συμφοιτήτριες, είναι ήδη καταπληκτικές γιαγιάδες.