Ανύποπτες στιγμές. Στιγμές που γράφουν μέσα μας και καθορίζουν, χωρίς να το ξέρουμε, το είναι μας. τον τρόπο που ζούμε και τη νοοτροπία μας.
΄Ανθρωποι: που με μικρές και μεγάλες πράξεις, απλά μας διδάσκουν, πως μπορούμε να υπάρχουμε.
Tορόντο, κάποιες δεκαετίες πριν:
Βρίσκομαι στα μισά του πρώτου μου μεταπτυχιακού. Είναι μία από αυτές τις ημέρες που τίποτα δεν φαίνεται να πηγαίνει καλά. Με δάκρυα στα μάτια, παρατώ το πείραμα μου, βγαίνω από το κτίριο και αρχίζω να περπατώ προς το νοσοκομείο που στεγάζει το γραφείο και την κλινική του θείου μου. Είμαι έτοιμη να του πω ότι τα παρατώ και ότι θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα.
Περνώ χωρίς να ρωτήσω αν είναι διαθέσιμος, τις δύο γραμματείς του και ορμάω στο γραφείο του.
Ο θείος μου μιλά στο τηλέφωνο. Το οργισμένο βλέμμα του, για την χωρίς χτύπημα στην πόρτα εισβολή μου, μετατρέπεται σε εξερευνητικό. Μία ματιά στα δακρυσμένα μάτια μου και κλείνει το τηλέφωνο.
Χωρίς λόγια παίρνει το παλτό του. «Πάμε».
«που πάμε; Δεν θέλω να πάω πουθενά. να σου μιλήσω θέλω.»
Με αγκαλιάζει και με σπρώχνει προς το ασανσέρ. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, αρχίζουμε να περπατάμε.
«Σε ευχαριστώ» μου λέει χαμογελώντας. «Δεν θα ευχαριστιόμουν αυτήν την τόσο όμορφη ημέρα, αν δεν με έβγαζες έξω». Δεν μιλώ. Απτόητος συνεχίζει να σχολιάζει τον καταγάλανο ουρανό, τις αντιθέσεις των χρωμάτων. Θέλω να τον δείρω. Θέλω να ουρλιάξω. Θέλω να κλάψω με λυγμούς. ΔΕν θέλω να σχολιάσω τον καιρό. ή τα χρώματα.
Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι, ότι μπαίνουμε σε μία παιδική χαρά. Με αφήνει και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην τραμπάλα. Στριμώχνει το 1.90 ύψος του στην μία θέση της τραμπάλας. Τα πόδια του αγγίζουν το πηγούνι του. Σοβαρά παίρνει θέση και μου δείχνει την άλλη πλευρά.
«Κάθισε». Τον κοιτώ σαν να έχει χάσει τα λογικά του.
«Δεν είσαι σοβαρός».
«ΣΟβαρότατος. Όσο τουλάχιστον μπορεί να είναι κάποιος που θέλει να κάνει τραμπάλα. Κάθισε!»
Κοιτώ γύρω μου να δω πόσοι μας βλέπουν. Το βλέμμα μου υψώνεται προς τα παράθυρα του νοσοκομείου.
Αμήχανα κάθομαι στην άλλη πλευρά. Χαμογελώντας τινάζεται προς τα πάνω και εγώ προσγειώνομαι στο έδαφος.
«Θα κάνουμε τραμπάλα ή όχι; Σοβαρέψου».
«Δεν μπορεί! Θα του περάσει» σκέπτομαι. Και αρχίζουμε να κάνουμε τραμπάλα. Γελάει και παίζει σαν δεκάχρονο. Δεν μοιάζει με τον πενηντάρη διάσημο πανεπιστημιακό καθηγητή ιατρικής. Με τινάζει στον αέρα και με παροτρύνει να του κάνω το ίδιο.
Μετά από κανένα πεντάλεπτο κοιτά το ρολόι του: «Πάμε! αρχίζω κλινική σε λίγο».
Επιστρέφοντας στο γραφείο του με αγκαλιάζει: » Κάτι ήθελες να μου πεις για να έλθεις τέτοια ώρα από το γραφείο μου. Ελπίζω να μην είναι επείγον, γιατί δεν έχω χρόνο τώρα, αλλά δόξα τω Θεώ δεν φαίνεσαι πια τόσο χάλια».
Τον κοιτώ και βάζω τα γέλια. «πες μου κάτι: δεν ντρέπεσαι, ολόκληρος καθηγητής Πανεπιστημίου και γιατρός να κάνεις τραμπάλα σαν 10χρονο; δεν σκέπτεσαι τι θα πει ο κόσμος;»
«Αν κάποιος με σχολιάσει, μάλλον το κάνει από τη ζήλεια του. Γιατί δεν τολμά να το κάνει ο ίδιος, ενώ το θέλει. Το να παίζεις είναι χαρά. Και να το κάνεις με κάθε ευκαιρία».
Με φιλά και εξαφανίζεται πίσω από τα χαρτιά του. Βγαίνοντας στο γραφείο του με πλησιάζει μία από τις βοηθούς του: «Είδα σωστά; Εκανε ο Dr. O τραμπάλα;» με ρωτά έκπληκτη.
«Ναι και μάλλον βοήθησε». Κάνω μεταβολή και ξαναπηγαίνω να αντιμετωπίσω τα πειράματα μου.
Λονδίνο, λίγες εβδομάδες πριν.
Βρίσκομαι στο αεροδρόμιο και περιμένω με την κόρη μου την αργοπορημένη πτήση μας. Καθώς περπατάμε μέσα στα νεύρα και την κούραση, βλέπω μία οθόνη που διαφημίζει τη νέα ταινία του πολέμου των άστρων.
Μπροστά είναι μια καρέκλα. Καθισμένος είναι ένας νεαρός με ένα κράνος στο κεφάλι και κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Υπάρχει μία ουρά με παιδιά και νέους που περιμένουν να μπουν κάτω από το κράνος. Οι γονείς υπομονετικά περιμένουν να ζήσουν τα παιδιά τους την εμπειρία.
Συνεχίζουμε την βόλτα και μετά από λίγο ξανακαταλήγουμε μπροστά στην οθόνη. Δεν έχει ουρά.
«Θέλεις να δοκιμάσεις να δεις τι είναι;» την ρωτάω.
«ναι».
όταν τελειώνει μου λέει ότι με το κράνος ζεις μια προσωμείωση για το πως είναι να είσαι μέσα σε ένα διαστημόπλοιο της ταινίας.
Αυθόρμητα της δίνω τα πράγματα μου:
«Θα δοκιμάσω και εγώ!»
Πράγματι κάθομαι στην θέση και βάζω το κράνος. Η βοηθός μου εξηγεί πως να ενεργοποιήσω την προσωμείωση.
Οταν τελειώνω, υπάρχει ξανά μία ουρά. Παιδιά και ενήλικες με κοιτούν παράξενα. Χαμογελώ.
Και το χαμόγελο μου γίνεται γέλιο, όταν διαπιστώνω ότι αμέσως μετά από μένα τη θέση μου την παίρνει ένας μπαμπάς. Δεν νοιώθω πια ούτε νεύρα, ούτε κούραση. Νοιώθω πιο παιδί.
Τι κέρδισα; ένα μεγάλο εσωτερικό χαμόγελο. Τι έχασα; νομίζω τίποτα.
Ώρες αργότερα, μέσα στο αεροπλάνο, μου έρχεται στο μυαλό η σκηνή με τον θείο μου. Αυτό που μου είπε. Και άρχισα να καταμετρώ πόσες φορές το έκανα, όλα αυτά τα χρόνια χωρίς καν να τις συνειδητοποιήσω. Το παιχνίδι και η παιδικότητα δεν αφαιρεί ούτε την επιστημονικότητα, ούτε την αξιοπρέπεια. Προσθέτει όμως ζωντάνια, γέλιο και καλή διάθεση.
ΖΟύμε σε απίστευτα σοβαρές εποχές. Όμως είναι επιλογή, αν θα κλέψουν απο μέσα μας το γέλιο, τον αυθορμητισμό, το παιχνίδι, την παιδικότητα. Αυτές τις γιορτές κάνετε δώρο στον εαυτό σας την άδεια να παίξετε και να ξαναγίνετε παιδιά. Μόνοι σας ή και με τα παιδιά σας. Δεν χρειάζονται ακριβά παιχνίδια. Χρειάζεται μόνον διάθεση. ίσως λοιπόν φέτος τις γιορτές χαρίστε στον εαυτό σας την χαμένη παιδικότητα σας. Χαρίστε σε εσάς και τους αγαπημένους σας, τη σύνδεση με την σκανδαλιά, την κίνηση, το αναπάντεχο. Χαρίστε τη σύνδεση με αυτό που ήσασταν και το κρύψατε κάτω από τα πρέπει της ηλικίας και του επαγγέλματος. και χαρίστε το παιχνίδι με κάθε ευκαιρία!
Moments! Moments that write on our soul and define, without even knowing the whole of our existence: our way of living and our attitude towards living.
Persons! persons which with small or large actions they just teach us the ways of existing.
΄Toronto: some decades earlier:
I am half way towards the completion of my first master degree. It is just one of those days, that everything goes wrong. Tearful I just quit my experiment, get off the building and I start walking towards the hospital that houses my uncle’s office and clinic. I just want to announce to him, that I am ready to quit and return to Greece.
Without even asking her two secretaries if he is available, I charge into his office.
My uncle is talking to the phone. His angry glance towards my unannounced intrusion, changes to exploratory, as soon as he sees my tears. Without a second word he hungs up.
He gets up and takes his coat. «let’s go».
«Where? I don’t want to go anywhere! I just want to talk with you!»
He hugs me and pushes me towards the elevator. Getting outside the hospital, we start walking.
«Thank you» he says smiling. «Without you I would be inside my office and I wouldn’t be able to enjoy this crispy day!» I refuge to respond. Undisturbed, he continues to comment on the blue sky and the spectrum of colours. I want to kick him. I want to scream. I want to cry my heart our. But for sure, I don’t want to comment on the weather or the colours.
All of a sudden I realize that we enter a playground. He leaves me standing at the entrance and beelines towards a seesaw.
He squeezes his 6’3 frame on one of the seats. His legs touch his chin. Very serious he sits and motions to me to sit on the other seat.
«Have a seat!» I am starring at him thinking that he has lost his marbles.
«You are not serious!!»
» I am! very much so! As serious as somebody that wants to play with the seesaw! SIT!»
Embarassed, I turn around to see how many people watch us and laugh. Ι glance at the windows of the hospital which is looming above us.
Fretting I sit at the opposite seat. He smiles and jumps upwards and I just land akwardly on my b..m on the ground.
«Will you play or not?»
«This is not possible! But it will pass» I think.
So, we start seesaw. He laughs and plays like a 10 year old. He doesn’t look the fifty plus l famous medical professor. He flies me up to the air and urges me to do the same to you.
After five minutes he stares at his watch: «let’s go. I start clinic hours shortly!»
When we arrive at his office he gives me a bear hug: «You wanted to tell me something? Since you dropped by that time. I hope is not urgent, because i am running behind schedule, but thanks God, you don’t look like sh.t anymore..»
I start laughing: » Tell me something: you are the university professor and the worldwide renowed doctor and you play seesaw like a 10 year old! don’t you consider your position and people’s gossip?»
«If somebody gossips or comments, he is envious! because he doesn’t dare to do it, though he wants to do so. Playing is joy. remember to do it, with every occasion!»
He kisses me and disappears behind his files. While I exit from his office, one of his assistants comes towards me: «Did I see correctly? Did Dr. O. playing seesaw?»she asks me surpised.
«Yes! and it helped!» I turn on my heals and return to my lab to cope with my experiments.
London, few weeks ago.
I am at the airport with my daughter, waiting our delayed flight. As we walk, full of irritation and exhaustion, I see a screen, advertising the new star wars movie.
In front of the screen there is a chair. A young guy is sitting there with a rather big helmet on his head and he moves his head right and left smiling. There is a queue full of children and adolescents, waiting to sit under the helmet. The parents wait patiently for their kids to live the experience.
We continue our walk and after a while we end up again in front of the screen. No queue this time.
«Would you like to try?» I ask my daughter. She wants and goes to the chair.
When she finishes, she tells me that under the helmet you live a simulation of being in a space ship of the movie.
Spontaneously I give her my bag. I will try it, too.»
I sit on the seat and put on the helmet. The aide explains to me how to activate the simulation. When I finish, there is a new line. Children and adults stare at me. I just smile.
And my smile becomes a hearty laugh, when I realize that the next candidate for the seat and the helmet is a dad. I don’t feel irritated or exhausted anymore. I just feel like a child.
Much later, in the plane, I remember the scene with my uncle. What he had told me. And I start counting all the times I applied it all those years, unconsciously.
I remember her ultimate teaching: that play and connecting with the child within does not remove the seriousness or the dignity. It adds though for sure, life, laugh and a good mood.
We live in incredibly serious times. But we do have the choice if we permit to have our laugh, spontaneity, play and the child within stolen from us.
So during these holidays give yourself the permission to play and become children again. Alone or with your loved ones. You don’t need expensive toys. The only important ingredient is the mood and the attitude. In this Xmas gift yourself with your lost playful child. Gift to yourself and the loved ones the connection with the michief, the movement, the unexpected. Gift the connection with the playful self you were and you just hid it under the musts of the age and the profession. Give the play with every opportunity.