Ψυχολογία της Διατροφής; Τι είναι αυτό;
Μόλις είχα τελειώσει το μεταπτυχιακό μου στην Ιατρική σχολή του Καναδά στην διατροφολογία και είχα επιστρέψει στην Ελλάδα, γεμάτη νέες ιδέες και σκέψεις. Είχα ξεκινήσει μία συνεργασία με μία ομάδα πρωτοποριακών γιατρών για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Δουλειά μου ήταν να βοηθώ τους ανθρώπους που ξεκινούσαν μία δίαιτα να την διατηρήσουν.
Μία ημέρα ήλθε στο γραφείο μου μία κυρία που κυριολεκτικά κονταροκτυπιόταν με 20 κιλά για αρκετά χρόνια.
Πήγαινε καλά. Αλλά στη συγκεκριμένη στιγμή είχε κουραστεί. Οι γιατροί την παρακινούσαν να συνεχίσει. Άλλος με το καλόπιασμα, άλλος με το άγριο. Όλοι όμως θεωρούσαν ότι η δύναμη της θέλησης της ήταν αυτή που θα έκανε τη διαφορά. Συμφωνούσα μαζί τους. Στη βάση. Γιατί αυτό που με απασχολούσε ήταν τι θα κρατούσε την δύναμη της θέλησης της ισχυρή. Τι θα την κινητοποιούσε. Τι θα την βοηθούσε να ξανααισθανθεί έτοιμη να συνεχίσει το πρόγραμμα της.
Η γυναίκα μπήκε στο γραφείο μου και κυριολεκτικά σωριάστηκε στην καρέκλα μπροστά μου…
«Δεν αντέχω άλλο» ξεκίνησε να θρηνεί. «Θέλω να φάω γλυκό. Θέλω να φάω αλμυρό. Θέλω να φάω σουτζουκάκια. Πεινάω! πεινάω φριχτά . Προχθές ξύπνησα το βράδυ από το θόρυβο που έκαναν οι μασέλες μου».
Την κοίταξα ερωτηματικά: «Μασούσα στον ύπνο μου κυρία Ωραιοπούλου! Έβλεπα όνειρο ότι έτρωγα! και τα σαγόνια μου έκαναν όλες τις κινήσεις. Γιατί πείναγα!!! Γιατί ήθελα φαγητό. Πολύ φαγητό, Νόστιμο Φαγητό».
«Πείτε σας παρακαλώ στον γιατρό να μη μου μειώσει άλλο τις θερμίδες. Δεν θα το αντέξω! Έχω αρχίσει να κάνω παρατυπίες, που αυξάνονται».
Αρχισα να αναρωτιέμαι τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο που για δύομιση μήνες ακολουθούσε πιστά ένα (δύσκολο) διατροφολογικό πρόγραμμα να «σπάσει» έτσι. Και αποφάσισα να αφήσω κατά μέρος τις συμβουλές για το πως να διαχειριστεί την καθημερινότητα της δίαιτας και να αρχίσω να ρωτάω για τη ζωή της, την καθημερινότητα της, τις σχέσεις της.
Τα παιδιά της είχαν φύγει από το σπίτι για σπουδές. Ο γιός της είχε δηλώσει ότι δεν θα ερχόταν πίσω για το καλοκαίρι. (κάτι που περίμενε με πολύ χαρά). Ο άνδρας της ήταν συνεχώς απασχολημένος με τις επιχειρήσεις του.
Η ίδια δεν είχε ιδιαίτερη κοινωνική ζωή και περνούσε την ημέρα της στο σπίτι, προσπαθώντας να το κρατήσει άψογο.
ΑΙσθανόταν άσχημη, χονδρή, γερασμένη, ανάξια, ένα τίποτα. Φοβόταν ότι η ζωή της έχανε κάθε νόημα, ότι ήταν ανίκανη να κρατήσει τον άνδρα της. Αισθανόταν ότι όλοι την έκριναν. Και το φαγητό και η τηλεόραση ήταν η μόνη παρηγοριά της.
Ζήτησα από τον γιατρό να μην της μειώσει τις θερμίδες. Αντίθετα να τις αυξήσει. Του ζήτησα να της αυξήσει και την αναλογία των υδατανθράκων για μία εβδομάδα. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια θυμάμαι την έντονη διαφωνία μας: Εκείνος ισχυριζόταν ότι χρειάζεται να δείξει πειθαρχία. Εγώ ισχυριζόμουν ότι για μία εβδομάδα χρειάζεται να φάει ότι νομίζει.
Γιατί; Γιατί τα συναισθήματα της και οι σκέψεις της ήταν αυτές που την καθοδηγούσαν. Και αν αισθανόταν ότι καποιος την καταλάβαινε και ήταν κοντά της στην αδυναμία της τότε θα έπαιρνε δύναμη και θα συνέχιζε..
Υπερίσχυσε η γνώμη του γιατρού… Η γυναίκα μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι είχε φάει τον «άμπακα» και ντρεπόταν και φοβόταν τόσο που δεν θα ξαναρχόταν..
Η γυναίκα αυτή ήταν για μένα το τελικό έναυσμα, ώστε να αφήσω στην άκρη μια για πάντα τις γνώσεις για μία δίαιτα αδυνατίσματος και να αρχίσω να σκέπτομαι ότι οι δίαιτες και η εξωτερικά επιβαλλόμενη διατροφή δεν μπορούν να έχουν κάποιο μακροχρόνιο και σταθερό αποτέλεσμα. ΌΤι το συναίσθημα είναι κυρίαρχο στο πως και τι καταναλώνουμε καθημερινά.
Και ότι οι σκέψεις και το πως βιώνουμε το σώμα μας παίζουν καταλυτικό ρόλο στο πως και τι τρώμε.
Συνειδητοποίησα ότι η σχέση μας με το σώμα και τη τροφή χρειάζεται να είναι σαν ένας χορός: να ταιριάζουν, να συνηχούν και να μπορούμε να αισθανόμαστε όμορφα κάθε στιγμή με αυτά.
Είδα μέσα στα χρόνια πλέον, πόσα στερούμε από τον εαυτό μας και πόσο κρατάμε τη ζωή μας πίσω. περιμένοντας πρώτα να φτιάξουμε το σώμα μας και να βάλουμε τη διατροφή μας σε μία τάξη.
Διαπίστωσα πόσο εύκολο είναι να δείξουμε ασέβεια στις επιθυμίες του σώματος μας και στο πως τρώμε.
Κατάλαβα πως οι σκέψεις, η συνήθεια και οι ορμόνες μας καθορίζουν το είδος του φαγητού που αποφασίζουμε να καταναλώσουμε.
Η διατροφή μας δεν είναι ανεξάρτητη από το τι αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε. Δεν είναι ανεξάρτητη από το πως βιώνουμε το σώμα μας. Δεν είναι ανεξάρτητα από τις σχέσεις της ζωής μας, ΔΕν είναι ανεξάρτητη από το πως αισθανόμαστε μέσα μας.
Η Ψυχολογία της Διατροφής συνδέει και εναρμονιζει τελικά όλο το σώμα, τη σκέψη, την επιθυμία και την ιστορία του ανθρώπου με αυτό που αποφασίζει να καταναλώσει σαν τροφή στην καθημερινότητα του.
Γιατί είμαστε αυτό που τρώμε και τρώμε αυτό που είμαστε.